κλαυθμυρίς

κλαυθμυρίς
κλαυθμ-ῠρίς, ίδος, , in pl., = sq., Opp. C.4.248 (with many vv.ll.; κλαυθμυρμῶν cj. Lehrs).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κλαυθμυρίς — κλαυθμυρίς, ίδος, ἡ (Α) κλαυθμυρισμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ., θα πρέπει να θεωρηθεί υποχωρητικό παρ. τού κλαυθμυρίζω κατά το σχήμα ίζω: ις (πρβλ. ραμφ ίζω: ραμφ ίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”